- γλυκύτατος
- γλυκύςsweet to the tastemasc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
άλπνιστος — ἄλπνιστος, η, ον (Α) (υπερθ. τού επιθ. *ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ πνος) γλυκύτατος, φίλτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα ν ) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ < *Fαλπ,… … Dictionary of Greek
μυριογλυκύτατος — μυριογλυκύτατος, η, ον (Μ) (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + γλυκύτατος] … Dictionary of Greek
παγγλυκερός — παγγλυκερός, ά, όν (Α) ο υπερβολικά γλυκύς, γλυκύτατος, ποθεινός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γλυκερός, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] … Dictionary of Greek
πεντάγλυκος — η, ο πάρα πολύ γλυκός, γλυκύτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + γλυκός] … Dictionary of Greek
υπέρηδυς — υ, Α γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος. επίρρ... ὑπερηδέως Α με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»] … Dictionary of Greek